Αφιέρωμα στον Jules Bianchi
Λένε πως η ιστορία επαναλαμβάνεται, αν και μερικές φορές αισθανόμαστε πως την έχουμε ξεγελάσει, έστω και για λίγο. Κάπως έτσι συνέβη και με την οικογένεια Μπιανσί, με τον πιο τραγικό τρόπο ίσως.Και το αποτέλεσμα ήταν να χαθεί πολύ πρόωρα ένα από τα πιο υποσχόμενα ταλέντα που πέρασαν τα τελευταία χρόνια από τη Φόρμουλα ένα, ο 26χρονος οδηγός της Μαρούσια, Ζουλ Μπιανσί.
Γεννημένος στη Νίκαια της Γαλλίας το 1989, είχε άλλα δύο αδέρφια αλλά ήταν ο μόνος που ξεκίνησε πολύ νωρίς, από τα 3 του χρόνια, να ασχολείται με τα κάρτ .Ο Ζουλ ήταν γόνος μιας οικογένειας με μακρά παράδοση στον μηχανοκίνητο αθλητισμό.
Ο θείος του, Λουσιάν, είχε κάνει την αρχή το 1959 συμμετέχοντας σε 19 αγώνες Φόρμουλα ένα έως το 1968 όπου αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στο περίφημο Λε Μαν. Κέρδισε τότε, όμως δυστυχώς την επόμενη χρονιά έχασε τη ζωή του σ’ αυτή την πίστα κάνοντας δοκιμές.Ο παππούς του, Μάουρο, αγωνιζόταν τη δεκαετία του ’60 στα πρωτότυπα GT ενώ είχε τρέξει και σε τρείς αγώνες Φόρμουλα ένα, το 1961.Ο πατέρας του, Φιλίπ, είχε μια πίστα κάρτ, επομένως ήταν αναπόφευκτο να μην ασχοληθεί κι ο Ζουλ με το μηχανοκίνητο αθλητισμό.
Το 2007 άφησε το κάρτ και με μάνατζερ τον Νικολά Τόντ, γιο του νυν προέδρου της ΦΙΑ, Ζάν Τόντ, ξεκίνησε να ανεβαίνει κατηγορίες. Έγινε αμέσως πρωταθλητής στη Γαλλική Φόρμουλα Ρενό 2.0 ενώ αγωνίστηκε και για τρείς αγώνες στο Φόρμουλα Ρενό Εκοκάπ, όπου πήρε μια pole position.Στο τέλος της ίδιας χρονιάς υπέγραψε με την ομάδα του μάνατζέρ του, ART Grand Prix, για να αγωνιστεί στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα Φόρμουλα 3, όπου τερμάτισε τρίτος έχοντας στεφθεί νικητής σε ένα από τα πιο κλασικά γκράν πρι, αυτό του Ζόλντερ.
Το 2009, έχοντας σαν δεύτερους οδηγούς στην ομάδα τους Μπότας και Γκουτιέρεζ, κέρδισε το πρωτάθλημα Φόρμουλα 3 πριν καν φτάσει στον τελευταίο του αγώνα, έχοντας 9 νίκες.
Το 2010 έκανε το βήμα που θα τον έφερνε πιο κοντά στο όνειρό του, τη Φόρμουλα ένα. Αγωνίστηκε στο Ασιατικό πρωτάθλημα GP2 όπου στον πρώτο του κιόλας αγώνα εντυπωσίασε εκκινώντας από τα πιτ και τερματίζοντας 7ος .
Στους τέσσερις πρώτους αγώνες είχε δύο pole και βρισκόταν τέταρτος στην κατάταξη. Τραυματίστηκε όμως στο θώρακα σε ατύχημα στην Ουγγαρία. Έτρεξε όμως και στον επόμενο αγώνα, παρά τις προβλέψεις των γιατρών.
Με μεγαλύτερο πάθος τον επόμενο χρόνο έδωσε μάχες με τους Γκροσζάν και Φιλίππι, αλλά τελικά τερμάτισε τρίτος πίσω τους στο πρωτάθλημα. Σε κάθε αγώνα πάντως φρόντιζε να εντυπωσιάζει με τις οδηγικές του ικανότητες.
Όλα αυτά τα χρόνια, οι ομάδες της Φόρμουλα 1 δεν έμειναν με σταυρωμένα χέρια, με πρώτη και καλύτερη τη Φερράρι, η οποία από το 2009 ήδη τον ενσωμάτωσε στην ακαδημία νέων οδηγών της, ενώ το 2010 έγινε επίσημος δοκιμαστής της ιστορικής ομάδας του Μαρανέλο.
Το μεγάλο βήμα είχε ήδη γίνει, κι έτσι το 2012 οδήγησε σε ελεύθερες δοκιμές για λογαριασμό της Φόρς Ίντια. Έτσι, δεν ήταν μεγάλη έκπληξη που τον αμέσως επόμενο χρόνο ήταν ο επίσημος οδηγός της Μαρούσια, εντυπωσιάζοντας από την πρώτη εμφάνισή του.
Τα καλύτερα όμως δεν είχαν έρθει ακόμα. Στο πιο φημισμένο γκράν πρι του πρωταθλήματος, αυτό του Μονακό, έφερε τους πρώτους και μοναδικούς βαθμούς την μικρής αυτής ομάδας, κάνοντας μια μεγαλοπρεπή εμφάνιση και τερματίζοντας 9ος στη γενική κατάταξη.
Όμως ή τύχη δεν ήταν με το μέρος του τελικά. Στον αγώνα της Ιαπωνίας, στην πίστα της Σουζούκα, όλα έπρεπε να πάνε λάθος από την αρχή. Η έναρξη του αγώνα καθυστέρησε εξαιτίας ενός τυφώνα, με αποτέλεσμα να αρχίσει να σουρουπώνει από τη μέση περίπου του αγώνα και μετά. Οι καιρικές συνθήκες δεν ήταν καθόλου ιδανικές και μια ξαφνική νεροποντή στον 43ο γύρο, γέμισε την πίστα νερό.
Στη στροφή Ντάνλοπ έχασε τον έλεγχο του μονοθεσίου λόγω υδρολίσθισης – του φαινομένου δηλαδή που συναντάται όταν η μεγάλη ποσότητα του νερού ανάμεσα στην πίστα και το ελαστικό δεν μπορεί να απαχθεί – και βγήκε εκτός πίστας. Η ειρωνία ήταν πως εκείνη τη στιγμή ένας γερανός της πίστας μετακινούσε άλλο μονοθέσιο που είχε έξοδο στον προηγούμενο γύρο, μπαίνοντας ουσιαστικά ανάμεσα στον Ζουλ και τις μπαριέρες.
Η σύγκρουση ήταν σφοδρή, το μονοθέσιο κυριολεκτικά ‘’χώθηκε’’ κάτω από το βαρύ όχημα, ενώ το κεφάλι του οδηγού χτυπούσε με περισσότερα από 200 χλμ/ώρα στο πίσω μέρος του. Ο Ζούλ έπεσε σε κώμα, όσες προσπάθειες κι αν έκαναν οι γιατροί της πίστας ή αυτοί του νοσοκομείου όπου μεταφέρθηκε. Σε λιγότερο από ένα χρόνο από το ατύχημα, ο Ζούλ έχασε τη μάχη με τη ζωή, μοιράζοντας θλίψη στο μηχανοκίνητο αθλητισμό.