7 Πρωταθλήματα οδηγών, 91 νίκες, 68 pole και 155 παρουσίες στο βάθρο είναι αριθμοί που προκαλούν δέος σε οποιονδήποτε οπαδό του μηχανοκίνητου αθλητισμού, άσχετα από προτιμήσεις σε οδηγούς και ομάδες. Κι ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο που τα κατάφερε όλα αυτά δεν είναι άλλος από το Γερμανό Μίκαελ Σουμάχερ.
Ένας ζωντανός θρύλος που δυστυχώς αυτή τη στιγμή δίνει το μεγαλύτερο αγώνα της ζωής του, έχοντας όμως πάντα στο πλευρό του ολόκληρο τον κόσμο. Απίστευτο επίτευγμα, αν το καλοσκεφτεί κανείς!
Ο Μίκαελ είναι ο μεγάλος γιος της οικογένειας Σουμάχερ, γεννημένος στις 3 Ιανουαρίου του 1969 στην Κολωνία της Γερμανίας. Η οικογένεια αυτή πρέπει να είχε κάτι το ιδιαίτερο, αφού και τα δύο αδέρφια, ο Μίκαελ και ο Ράλφ αγωνίστηκαν στο κορυφαίο σκαλί του μηχανοκίνητου αθλητισμού, με τον δεύτερο όμως να βρίσκεται πάντα στη σκιά του μεγάλου του αδερφού. Σε ηλικία 4 ετών ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τα κάρτ στην πίστα που είχε ο πατέρας του, και σε ηλικία 15 ετών κατέκτησε το πρώτο του πρωτάθλημα, κάτι που επανέλαβε και τον επόμενο χρόνο!
Το 1987 κατέκτησε και το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ενώ την αμέσως επόμενη χρονιά συμμετείχε ταυτόχρονα στο Γερμανικό, το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα Φόρμουλα Φόρντ 1600 και το πρωτάθλημα Koening, το οποίο και κατέκτησε. Η σκληρή δουλειά είχε αρχίσει να αποδίδει καρπούς, κι έτσι σε δύο χρόνια κατέκτησε το Γερμανικό πρωτάθλημα Φόρμουλα 3.
Αν και υπήρξε αγαπημένο παιδί της Μερσέντες, κάτι που φάνηκε και στο τέλος της καρίερας του, ο δρόμος προς την κορυφαία κατηγορία αγώνων δεν ήταν εύκολος.
Έπρεπε να περάσει από αποτυχίες σε πρωταθλήματα Τουρισμού και Πρωτοτύπων το 1990 και 1991 μέχρι να πάρει την πρώτη του μεγάλη ευκαιρία, να οδηγήσει σε μια περίοδο ελεύθερων δοκιμών στο Σιλβερστόουν το 1991. Εκεί τον πρόσεξε ο δαιμόνιος πάντα Έντι Τζόρνταν, και λίγο καιρό μετά του έδωσε την ευκαιρία να αγωνιστεί στην ιστορική πίστα του Σπά, στο Βέλγιο.
Η 7η θέση που κατέκτησε στα δοκιμαστικά – στον αγώνα εγκατέλειψε αφού είχε ένα πολύ μέτριο προς κακό μονοθέσιο – δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Φλάβιο Μπριατόρε, ο οποίος του έδωσε αμέσως θέση στην ομάδα του για τους επόμενους πέντε αγώνες της χρονιάς. Τερμάτισε τελικά 14ος μαζεύοντας τους 4 πρώτους του βαθμούς για λογαριασμό της Μπένετον Φόρντ. Έδειξε όμως πως ήρθε για να μείνει, με απίστευτη θέληση αλλά και θράσος, καθώς δε δίστασε να κοντράρει τον κυρίαρχο τότε Άιρτον Σένα με όποιον τρόπο μπορούσε.
Την επόμενη χρονιά, όταν οι Γουίλιαμς που κυριαρχούσαν ενώ η ΜακΛάρεν είχε αρχίσει να παραπαίει μετά την αποχώρηση της Χόντα, ο Σουμάχερ άρχισε να δείχνει το λόγο για τον οποίο πολλοί πίστεψαν σ΄ αυτόν. Κατέκτησε την πρώτη του νίκη, και μάλιστα στον αγώνα από τον οποίο είχε κάνει το ντεμπούτο του ένα χρόνο πριν, ενώ τερμάτισε στην τρίτη θέση πίσω από τις Γουίλιαμς των Μάνσελ και Πατρέζε αλλά μπροστά από τον Σένα.
Τις επόμενες χρονιές, η κόντρα κυρίως με τους παλιούς πρωταθλητές καλά κρατούσε. Απίστευτες μάχες που θύμιζαν παλιότερες εποχές και εντυπωσιακό θέαμα σε αποστάσεις που κόβουν την ανάσα.
https://www.youtube.com/watch?v=WjGj7ukDbBo
Έφτασε επιτέλους η στιγμή που ο Σουμάχερ περίμενε τόσο υπομονετικά. Ήταν το 1994 που κατέκτησε το πρώτο του πρωτάθλημα, αν και δεν το πανηγύρισε όσο θα ήθελε, αφού ο μεγαλύτερος αντίπαλός του είχε χάσει τη ζωή του νωρίτερα στη χρονιά.
Πολλοί είναι αυτοί που τον αμφισβητούν, αλλά η αλήθεια είναι πως από την προηγούμενη χρονιά, ο Σένα ήταν αυτός που κυνηγούσε τον Σουμάχερ κι όχι το αντίθετο. Ίσως γι αυτό κι ο τελευταίος, με υπερπροσπάθεια έπαιρνε τις pole από τον Γερμανό αλλά δε μπορούσε να τις μετατρέψει σε νίκες. Ο Σουμάχερ είχε γίνει ο νέος του εφιάλτης, ήδη από το 1992.
Είχαν πολλά κοινά οι δυο τους στον τρόπο που αντιμετώπιζαν τον αγώνα. Έπρεπε να κερδίσουν πάση θυσία, όποιο κι αν ήταν το κόστος. Αυτά όμως είναι που κάνουν τη διαφορά από έναν απλό οδηγό σε έναν πρωταθλητή. Κι όσο παρεξηγήσιμη κι αν είναι η κίνησή του στον Ντέιμον Χίλ, στον τελευταίο αγώνα του 94 όπου κρινόταν το πρωτάθλημα, έδειχνε ακριβώς αυτό. Την αποφασιστικότητα και την πρωσήλωσή του στον ένα και μοναδικό στόχο. Τη νίκη.
Τον επόμενο χρόνο όμως δεν άφησε κανέναν να τον αμφισβητήσει κι έτσι στέφθηκε για δεύτερη συνεχόμενη φορά παγκόσμιος πρωταθλητής. Το 1995 ήταν επίσης η σεζόν όπου η Φερράρι είχε αρχίσει να δείχνει σημάδια ανάκαμψης. Κι όπως κάθε σχεδόν οδηγός, έτσι κι ο Σουμάχερ είχε όνειρο να τρέξει γι αυτή την ιστορική ομάδα και να φέρει τον τίτλο πίσω στο Μαρανέλο, κάτι που είχε να γίνει από το μακρινό 1979!
Στον 7ο αγώνα της χρονιάς, η πρώτη νίκη του με τα χρώματα της Φερράρι ήταν γεγονός. Στη βρεγμένη πίστα της Καταλονίας, πέρασε όποιον βρήκε μπροστά του – θυμίζοντας λίγο Σένα στο Ντόνιγκτον – και τερμάτισε άνετα πρώτος.
Φτιάχνοντας μια φοβερή ομάδα, τόσο εντός όσο και εκτός πίστας, η Φερράρι ήταν έτοιμη την επόμενη χρονιά να διεκδικήσει το πρωτάθλημα. Έτσι κι έγινε, δίνοντας φοβερές μάχες με τον Καναδό Ζακ Βιλνέβ, με τον τελευταίο όμως να στέφεται πρωταθλητής μετά την αψυχολόγητη ενέργεια του Σουμάχερ να τον χτυπήσει στον τελευταίο αγώνα, δίνοντας και την ευκαιρία στους αγωνοδίκες να τον ακυρώσουν από το πρωτάθλημα.
Ο ίδιος όμως δεν το έβαλε κάτω ακόμα κι όταν έχασε το μισό σχεδόν πρωτάθλημα του 1999, όταν είχε μια έξοδο και έσπασε το πόδι του. Ακόμα και τότε υποστήριξε μέχρι τέλους την προσπάθεια του ομόσταυλού του, Έντι Ιρβάιν, για την κατάκτηση του πρωταθλήματος.
Από τη στιγμή εκείνη, άρχισε η πραγματική επίθεση του Γερμανού. Το 2000 έφερε μετά από 21 ολόκληρα χρόνια το πρωτάθλημα οδηγών στην Ιταλία και λατρεύτηκε από τους Τιφόζι. Δεν του έφτανε μόνο αυτό όμως. Πήρε άλλους 4 συνεχόμενους τίτλους, μη αφήνοντας κανέναν να αμφισβητήσει το ταλέντο του. Το 2002 κέρδισε 11 από τους 17 αγώνες και σε όλους βρέθηκε στο πόντιουμ. Το 2003 έσπασε το στοιχειωμένο ρεκόρ του Χουάν Μανουέλ Φάντζιο με τα 5 πρωταθλήματα από το 1950, ενώ το 2004 κέρδισε 13 από τους 18 αγώνες του πρωταθλήματος, τερματίζοντας με διαφορά 58 βαθμών από τον δεύτερο Κούλθαρντ!
Χαρακτηριστικό πάντως της απίστευτης αφοσίωσης και ικανότητας είναι το βίντεο όπου κερδίζει την pole στην πίστα Α1 Ρίνγκ της Αυστρίας (πλέον Ρέντ Μπουλ Ρίνγκ), στρίβοντας το μονοθέσιο του σαν να είναι κάρτ και αφήνοντας άφωνους όλους τους αντιπάλους του.
Συνέχισε σε κορυφαίο επίπεδο μέχρι το 2006, όταν και ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τους αγώνες. Ένας τέτοιος άνθρωπος όμως δε θα μπορούσε να μείνει για καιρό εκτός δράσης. Έτσι, 4 χρόνια μετά, επέστρεψε στην ομάδα που τον είχε βοηθήσει από την αρχή της καριέρας του, τη Μερσεντές. Μαζί με τον Ρος Μπρον, με τον οποίο συνεργαζόταν όλη του την καριέρα, είχαν αναλάβει την προετοιμασία για την αυτοκρατορία της νέας εποχής, όπως ακριβώς είχαν κάνει και στη Φερράρι.
Αυτός ήταν που κατέκτησε και την πρώτη pole για τα ασημένια βέλη στο Πριγκιπάτο του Μονακό. Κι αν δεν είχε την ποινή που τον έριξε μερικές θέσεις πίσω στην εκκίνηση, θα είχε πάρει και την πρώτη τους νίκη μετά από πολλές δεκαετίες απουσίας.
Στο τέλος του 2012, κι αφού το διασκέδασε – όπως είπε ο ίδιος – ήρθε η ώρα να αποχωρήσει. Οριστικά αυτή τη φορά όμως. Μπορεί να μη δημιουργούσε παντού συμπάθειες με τους τρόπους με τους οποίους έπαιρνε πρωταθλήματα, αλλά έτσι είναι το άθλημα. Ομαδικό. Κι όταν η ομάδα δίνει εντολή, οι οδηγοί πρέπει να ακολουθούν. Όσο κι αν δεν άρεσε αυτό στον Μπαρικέλο, που αναγκάστηκε πολλές φορές να κάνει πίσω. Το σίγουρο είναι πως ο Μίκαελ Σουμάχερ είναι ένας μύθος που δύσκολα θα βρεθεί κάποιος να τον ξεπεράσει. Άξιζε και με το παραπάνω, όλες τις διακρίσεις του, και σίγουρα δεν άξιζε να τραυματιστεί με τέτοιο τρόπο, αφού είχε αποσυρθεί πια, κάνοντας διακοπές με την οικογένειά του.
Ελπίζουμε όλοι να γυρίσει σύντομα κοντά μας και να τον ξαναδούμε να αγωνιά στα πάντοκ μιας ομάδας.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότερα